- σκάμμα
- -ατος, το, ΝΑ1. το αποτέλεσμα τού σκάπτω, τόπος σκαμμένος, κοίλωμα, λάκκος2. χώρος σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο κατάλληλος για την τέλεση διαφόρων αγωνισμάτων, όπως τής πάλης, τού άλματος κ.ά.νεοελλ.1. το τμήμα τού γυμναστηρίου όπου τελείται το αγώνισμα τής πάλης2. αφρώδες νερό με σαπούνι που απομένει στη σκάφη μετά το πλύσιμο λεπτών συνήθως ενδυμάτωνμσν.1. το τμήμα τού ιπποδρόμου που βρίσκεται απέναντι από τη σφενδόνη, το πέταλοαρχ.1. η ενέργεια τού σκάπτω, το σκάψιμο2. αυλάκι με ενδείξεις, κατάλληλο για τη μέτρηση τού μήκους τού άλματος3. παροιμ. φρ. α) «ἐπὶ τοῡ σκάμματος ὤν» — καθώς βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμήβ) «ἐπὶ μείζονα σκάμματα» — σε μεγάλους κινδύνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάπ-τω (για το θ. σκαπ- βλ. λ. σκάβω) + κατάλ. -μα, με αφομοίωση τού -π- (πρβλ. γράμ-μα)].
Dictionary of Greek. 2013.